εξαγνίζομαι

εξαγνίζομαι
εξαγνίζομαι, εξαγνίστηκα, εξαγνισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγνοπολούμαι — ἁγνοπολοῡμαι ( έομαι) (Μ) εξαγνίζομαι, καθαίρομαι με θυσία ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνοπόλος < ἁγνός + πολῶ] …   Dictionary of Greek

  • αφιερώνω — (AM ἀφιερῶ, όω) [ιερώ] προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης 2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ευαγώ — εὐαγῶ, έω (Α) [ευαγής] 1. είμαι ευαγής, αγνός, καθαρός 2. παθ. εὐαγοῡμαι εξαγνίζομαι …   Dictionary of Greek

  • καθαριώ — καθαριῶ, όω (Α) [καθαρός] (κυρίως το μέσ.) καθαριοῡμαι, όομαι εξαγνίζομαι, καθαίρομαι, καθαρίζομαι («ἐκαθαριώθησαν... ὑπὲρ χιόνα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • οσιώ — ὁσιῶ, όω (Α) [όσιος] 1. κάνω κάποιον όσιο 2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία 3. κάνω εξιλέωση 4. μέσ. ὁσιοῡμαι, όομαι διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο 5. παθ. εξαγνίζομαι 6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» κηδεύω (κάποιον) από… …   Dictionary of Greek

  • περιρραίνω — ΝΑ ραίνω, ραντίζω κάτι γύρω γύρω, τό περιρραντίζω, τό κάνω υγρό σε όλη την επιφάνειά του («βωμοὺς περιρραίνοντες», Αριστοφ.) αρχ. 1. μέσ. περιρραίνομαι μτφ. εξαγνίζομαι 2. υγραίνω, νοτίζω κάτι 3. χύνω νερό ή άλλο υγρό γύρω γύρω, παντού 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • φοιβονομούμαι — έομαι, Α (θεσσαλική λ.) καθαίρομαι, εξαγνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖβος «καθαρός, αγνός» + νομοῦμαι (< νόμος*), μέσω ενός αμάρτυρου *φοιβονόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”